- Ἑρκύνια
- Ἑρκύνιαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ερκύνια — Ἑρκύνια, τὰ (Α) [ἕρκος] (κατά τον Ησύχ.) εορτή τής Δήμητρας … Dictionary of Greek
ερκύνια ορεογένεση ή βαρίσκιος — Το σύνολο των πτυχώσεων του φλοιού της Γης οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του λιθανθρακοπερμίου (παλαιοζωικός αιώνας), σε διάστημα περίπου 200 280 εκατομμυρίων ετών. Ο όρος ερκύνιος είναι γαλλικός, ενώ ο βαρίσκιος γερμανικός. Κατά τον Γερμανό… … Dictionary of Greek
Ἑρκυνίοις — Ἑρκύνια neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρκυνίων — Ἑρκύνια neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕРМАНИЯ — • Germania, η̉ Γερμανία, называемая римлянами Germania Magna, G. Transrhenana или Barbara, в различие от германских провинций, лежавших на левом берегу Рейна (см. Gallia, Галлия в конце), отделялась на западе Рейном от Галлии, на юге… … Реальный словарь классических древностей
ГЕРЦИНСКИЙ ЛЕС — • Hercynia silva, или Hercynius saltus, Hercynium jugum, Έρκυνία ύλη, Έρκ. δρυμός, Άρκύνια, Όρκύνια, горный хребет в Германии. Первоначально под этим названием древние разумели всю гористую область, покрытую лесом (в 60 дневных… … Реальный словарь классических древностей
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
ορογένεση — Βλ. λ. ορεογένεση. * * * η γεωλ. το σύνολο τών διεργασιών που συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ορεινής αλυσίδας, ο σχηματισμός μιας ορεινής αλυσίδας (α. «αλπική ορογένεση» β. «ερκύνια ορογένεση» γ. «καληδόνια ορογένεση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek